- ὑπεράλμενον
- ὑπερά̱λμενον , ὑπεράλλομαιspringaor part mid masc acc sgὑπερά̱λμενον , ὑπεράλλομαιspringaor part mid neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεράλλομαι — ΜΑ 1. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι (α. «ὑπεράλλονται πλοίων μεγάλων ἱστούς», Αριστοτ. β. «λέοντα... ἐπ εἰροπόκοις ὀΐεσσιν... αὐλῆς ὑπεράλμενον», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υψώνομαι πάνω από κάτι, είμαι υπέρτερος (α. «ὑπεράλλομαι θανάτου», Ωριγ. θ.… … Dictionary of Greek